- πυρούμενον
- πυρόωburn with firepres part mp masc acc sgπυρόωburn with firepres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξόζω — ἐξόζω (AM) (με γεν.) έχω τη μυρωδιά κάποιου (α. «πυρούμενον δὲ ἐξόζει σησάμου», Θεόφρ. β. «εἴ τι που ἐξοζέσει κακίας», Ευστ.) αρχ. 1. μυρίζω, βγάζω μυρωδιά 2. (με γεν.) μυρίζω περισσότερο από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όζω «μυρίζω] … Dictionary of Greek